- συναναπέμπω
- ΜΑμσν.1. αναγνωρίζω ως συγκληρονόμο2. (κατά τον Θεόφιλ. Αντικήν.) «συναναπέμπεται, τουτέστιν ἐξ ἴσου κληρονομεῑ»αρχ.αναπέμπω μαζί, στέλνω μαζί προς τα άνω («τὰ σώματα τῶν ἀγαθῶν συναναπέμπειν παρὰ φύσιν ἐς οὐρανόν», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀναπέμπω «στέλνω προς τα πάνω, εκπέμπω»].
Dictionary of Greek. 2013.